σκολόπενδρα

σκολόπενδρα
(scolopendra). Αρθρόποδο της τάξης των σκολοπενδρομόρφων, γνωστό και με το όνομα σαρανταποδαρούσα. Η σ. αυτή είναι προικισμένη με 4 μάτια στα πλευρά και με 21 ζευγάρια κινητών ποδιών, που αντιστοιχούν σε ισάριθμα τμήματα του κορμού. Έχει συνολικό μήκος 8-10 εκ. και ζει κατά το μεγαλύτερο μέρος κρυμμένη κάτω από τις πέτρες, στις μεσογειακές περιοχές. Τρέφεται με έντομα και με τις προνύμφες τους, αλλά και με άλλα αρθρόποδα, τα οποία γενικά κυνηγά κατά τις νυχτερινές ώρες. Στη βόρεια Αφρική και στις θερμές περιοχές της Ασίας είναι διαδομένη η σ. που δαγκάνει (scolopendra morsitans), μήκους 10-12 εκ.· στις τροπικές ζώνες είναι αρκετά κοινό και το είδος μεγαλύτερων διαστάσεων, σ. η γιγάντια (scolopendra subspinipes), που μπορεί να φτάσει το μήκος των 20 εκ. Τα δύο γναθιαία πόδια που έχουν οι σ. στο πρώτο τμήμα, αμέσως πίσω από το κεφάλι, συγκοινωνούν με αδένες που παράγουν δηλητήριο: το δήγμα μερικών μεγάλων τροπικών ειδών είναι ιδιαίτερα οδυνηρό και μπορεί ν’αποτελέσει κίνδυνο και για τον άνθρωπο ακόμα.
* * *
η, ΝΑ, και σκολόπεντρα Ν
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δηλητηριωδών μυριαπόδων, μεγάλου μεγέθους, που είναι γνωστά, σήμερα, με την κοινή ονομασία σαρανταποδαρούσες ή ψαλίδες
αρχ.
είδος θαλάσσιου σκουληκιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκολοπένδρα — σκολοπένδρᾱ , σκολόπενδρα scolopendra fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπένδρᾳ — σκολοπένδρᾱͅ , σκολόπενδρα scolopendra fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολόπενδρα — scolopendra fem nom/voc sg σκολόπενδρον hart s tongue neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπένδρας — σκολοπένδρᾱς , σκολόπενδρα scolopendra fem acc pl σκολοπένδρᾱς , σκολόπενδρα scolopendra fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπενδρῶν — σκολόπενδρα scolopendra fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπένδραις — σκολόπενδρα scolopendra fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπένδρης — σκολόπενδρα scolopendra fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπένδρῃ — σκολόπενδρα scolopendra fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολόπενδραι — σκολόπενδρα scolopendra fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολόπενδραν — σκολόπενδρα scolopendra fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”